- ἁρμονιώδης
- Ἁρμον-ιώδης, ες,A = ἁρμόνιος, of friends, Socr.Ep.15 ([comp] Sup. -ωδέστατος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἁρμονιωδεστάτω — Ἁρμονιώδης masc/neut nom/voc/acc superl dual Ἁρμονιώδης masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)